κοῖον

κοῖον
κοῖον
Grammatical information: ?
Meaning: κώϊον ἐνέχυρον; κοῦα, κῶα ἐνέχυρα H.
Derivatives: κοιάζει ἐνεχυράζει, κουάσαι ἐνεχυριάσαι, κωάζειν ἐνεχυράζειν, κωαθείς ἐνεχυριασθείς H. As agent noun here κο(ι)ακτήρ name of a Myster-sevant in Sparta (IG 5 : 1, 210ff.). = ἐνεχυρασ- τής? (Fraenkel Nom. ag. 1, 158 after Meister); other explanations in Bourguet Dial. Lac. 112f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 41 from *κόϜ-ιον to κοέω `remark, pay attention' with the same semantic development as in Lat. cavēre `care for onseself, be a good civilian'. Acc. to v. B. here also κοίης, κόης ἱερεὺς Καβείρων, ὁ καθαίρων φονέα (H.) with κοιόλης ὁ ἱερεύς (H., Suid.), κοιᾶται ἱερᾶται, κοιώσατο ἀφιερώσατο, καθιερώσατο H. But cf. also Lyd. kaveś (Masson Jb. f. kleinas. Forsch. 1, 182ff.). DELG adds κωταρχής `priest' (Didyma). After Bochart (Lewy Fremdw. 258) Sem., cf. Hebr. kōhēn `pries'; thus Grimme Glotta 14, 19. - Even more uncertain is κοῖος = ἀριθμός (Ath. 10, 455e; Maced.; prop. "Kenner (=one who knows)" [??], v. B. ibid.). If Pre-Greek from *kuwy-? It could also be an Anatolian word.
Page in Frisk: 1,893-894

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοίον — κοῑον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από *κόF ιον, με σίγηση τού F , (πρβλ. κοῶ «ακούω» και λατ. cavere «προφυλάσσομαι εγγυώμαι»). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kavi και λυδ. kaveś] …   Dictionary of Greek

  • Κοῖον — Κοῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῖον — κοῖος masc acc sg κοῖος neut nom/voc/acc sg κοῖος masc acc sg ποῖος of what kind? masc acc sg (ionic) ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους Τιτάνες, ενώ σε μεταγενέστερες παραδόσεις αναφέρεται επίσης ως Γίγαντας, μετά τη σύγχυση που επήλθε ανάμεσα σε Τιτάνες και Γίγαντες. Ο Κ. ήταν γιος του Ουρανού και της Γης και… …   Dictionary of Greek

  • κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] …   Dictionary of Greek

  • Themis — Thémis Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v.  …   Wikipédia en Français

  • Themis (mythologie) — Thémis Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v.  …   Wikipédia en Français

  • Thémis — Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v. 300 av. J. C., Mus …   Wikipédia en Français

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… …   Dictionary of Greek

  • κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”